αποτυπώνω

αποτυπώνω
αποτυπώνω, αποτύπωσα βλ. πίν. 3

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αποτυπώνω — (Α ἀποτυπῶ, όω) 1. σχηματίζω τον τύπο, το ακριβές ομοίωμα ενός πράγματος πιέζοντας το επάνω σε κατάλληλο υλικό 2. συγκρατώ ακριβώς στη μνήμη μου …   Dictionary of Greek

  • αποτυπώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. παίρνω πάνω σε κάποια ύλη με πίεση το απεικόνισμα ορισμένου πρότυπου, απεικονίζω με πίεση κάτι πάνω σ άλλο: Πάνω στο χιόνι είχαν αποτυπωθεί τα βήματά τους κι αυτά ακολουθούσαν εκείνοι που τους αναζητούσαν. 2. συγκρατώ στη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εναποσφραγίζω — ἐναποσφραγίζω (Α) 1. αποτυπώνω κάτι σαν με σφραγίδα, απεικονίζω, αποτυπώνω κάτι 2. (απολ.) αποτυπώνω, σφραγίζω (και το μέσ. με την ίδια σημασία) …   Dictionary of Greek

  • εναπομάσσω — ἐναπομάσσω (AM) (Α και αττ. τ. ἐναπομάττω) μσν. μτφ. αποτυπώνω πάνω στον εαυτό μου, μιμούμαι αρχ. 1. αποτυπώνω κάτι («προσβολὼν τῷ πίνακι τὸν σπόγγον... τὸν δὲ προσπεσόντα θαυμαστῶς ἐναπομάξαι και ποιῆσαι τὸ δέον», Πλούτ.) 2. απεικονίζω,… …   Dictionary of Greek

  • εντυπώνω — (AM έντυπῶ, όω) χαράζω, τυπώνω κάτι με πίεση, αποτυπώνω, εγχαράσσω («εἰς τὰ νομίσματα... ξιφίδια δύο ἐνετύπου», Δίων Κάσσ.) νεοελλ. αποτυπώνω στο μυαλό μου, στη μνήμη μου μσν. (για γράμματα) γράφω αρχ. παθ. είμαι εξομαλυσμένος με πίεση …   Dictionary of Greek

  • περιτυπώ — όω, Α 1. περιβάλλω κάτι εφαπτόμενος συνεχώς με αυτό («ὁ περιτετυπωκὼς τὴν ἐπιφάνειαν τοῡ σώματος ἀήρ», Σέξτ. Εμπ.) 2. αποτυπώνω καλύπτοντας από παντού («κηρῷ τὸ εἶδος περιτυποῡται», Γρηγ. Νύσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι *+ τυπῶ «αποτυπώνω»] …   Dictionary of Greek

  • εντυπώνω — εντύπωσα, εντυπώθηκα, εντυπωμένος, μτβ. 1. αποτυπώνω κάτι με πίεση, χαράζω κάτι σε κάτι. 2. μτφ., χαράζω κάτι στο νου (τη μνήμη ή τη φαντασία) κάποιου, αποτυπώνω κάτι στη μνήμη μου βαθιά: Μου εντυπώθηκαν τα χαρακτηριστικά του δράστη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εγγράφω — (AM ἐγγράφω) καταγράφω, καταχωρίζω σε μητρώο, κατάλογο κ.λπ. («ὁ μὲν τὸν υἱov ἔπεμψε Φιλίππῳ πρὶν εἰς ἄνδρας ἐγγράψαι», Δημ.) μσν. 1. χαρακτηρίζω 2. παραχωρώ, μεταβιβάζω αρχ. 1. χαράζω, κάνω εντομές 2. σχεδιάζω, ζωγραφίζω μέσα ή πάνω σε κάτι 3.… …   Dictionary of Greek

  • εκμάσσω — ἐκμάσσω και αττ. τ. ἐκμάττω (Α) 1. σφουγγίζω, σκουπίζω 2. καθαρίζω, γυαλίζω 3. αποτυπώνω σε μαλακή ύλη 4. πλάθω, ζυμώνω 5. παθ. αποτυπώνομαι στον νου 6. μέσ. απεικονίζω 7. σχηματίζομαι σύμφωνα μ ένα πρότυπο 8. μιμούμαι …   Dictionary of Greek

  • εκμαγείο — Κατασκεύασμα από εύπλαστο υλικό που στερεοποιείται, αφού πρώτα αποτυπωθεί πάνω σε αυτό η μορφή ενός στερεού σώματος· χρησιμοποιείται για την παρασκευή πιστού αντιτύπου ή αντιτύπων του σώματος αυτού. Λέγεται επίσης και μήτρα, τύποςκαλούπι. Η λέξη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”